ἰοτόκος

ἰοτόκος
ἰοτόκος
poison-bearing
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιοτόκος — ἰοτόκος, ον (Α) αυτός που εκβάλλει δηλητήριο, δηλητηριώδης («ἰοτόκοι τε περὶ στομάτεσσιν ὀδόντες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + τόκος (< τίκτω), πρβλ. τερατο τόκος, χρυσο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • ἰοτόκοι — ἰοτόκος poison bearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοτόκοισι — ἰοτόκος poison bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰοτόκοισιν — ἰοτόκος poison bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”